- επηρεάσιμος
- -η, -οπου μπορεί να επηρεαστεί, που εύκολα επηρεάζεται.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επηρεάσιμος — η, ο [επηρεάζω] αυτός που επιδέχεται επηρεασμό … Dictionary of Greek